Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Σαλαμίς (-ίνος)

См. также в других словарях:

  • σαλαμίνιος — α, ο / σαλαμίνιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ία και ος Ν, και κυπριακός τ. σελαμίνιος, ον, Α [Σαλαμίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην νήσο Σαλαμίνα ή εκείνος που προέρχεται από την νήσο αυτή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σαλαμινία (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • σαλαμιναφέτης — ὁ, Α ο προδότης τής νήσου Σαλαμίνας, αυτός, δηλαδή, που τήν εγκατέλειψε και έφυγε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαλαμίς ῖνος + ἀφέτης (< ἀφίημι «αφήνω, εγκαταλείπω»)] …   Dictionary of Greek

  • σαλαμινιακός — ή, όν, Α [Σαλαμίς, ῑνος] σαλαμίνιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»