-
1 Σαλαμίς
Σαλαμίς, ῖνος, ἡ (on the v.l. Σαλαμίνῃ s. B-D-F §57; Mlt-H. 128) Salamis, a large city on the east coast of the island of Cyprus (Aeschyl., Hdt. et al.; ins; SibOr 4, 128; 5, 452 πόλις μεγάλη) visited by Paul on his ‘first’ missionary journey Ac 13:5.—S. the lit. on Κύπρος.—Pauly-W. II 1832–44; Kl. Pauly IV 1505f; BHHW III 1645f; PECS 794–96.—M-M. -
2 Σαλαμις
v. l. Σᾰλᾰμίν - ῖνος ἥ Саламин1) остров в сев. части Саронского залива с городом того же наименования; здесь в 480 г. до н.э. греч. флот под командованием Фемистокла нанес поражение морским силам персов Hom. etc.2) город на вост. побережье Кипра, основанный, по преданию, Эантом Теламонидом Her., Isocr. -
3 Σαλαμίς
Σᾰλᾰμίς (also in Gramm. [full] Σᾰλᾰμίν, Hsch., Eust.ad D.P.498), gen. ῖνος, ἡ, Salamis, an island and town of the same name, between Athens and Megara, Il.2.557, etc.II a town of Cyprus founded by Teucer of Salamis, h.Hom.10.4, Hdt.4.162, etc.; [full] Σαλαμίνη, Suid. s.v. Ἐπιφάνιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σαλαμίς
-
4 Σαλαμίνα
Σαλαμίς (-ίνος) η о-в Саламин (Саронический залив) -
5 Σαλαμιν
См. также в других словарях:
σαλαμίνιος — α, ο / σαλαμίνιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ία και ος Ν, και κυπριακός τ. σελαμίνιος, ον, Α [Σαλαμίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην νήσο Σαλαμίνα ή εκείνος που προέρχεται από την νήσο αυτή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σαλαμινία (ενν.… … Dictionary of Greek
σαλαμιναφέτης — ὁ, Α ο προδότης τής νήσου Σαλαμίνας, αυτός, δηλαδή, που τήν εγκατέλειψε και έφυγε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαλαμίς ῖνος + ἀφέτης (< ἀφίημι «αφήνω, εγκαταλείπω»)] … Dictionary of Greek
σαλαμινιακός — ή, όν, Α [Σαλαμίς, ῑνος] σαλαμίνιος … Dictionary of Greek